- θεομάχος
- οαντίθρησκος, αυτός που πολεμά τη θρησκεία: Ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του ως θεομάχος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεομάχος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόμαχος — fighting against God masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομάχος — ο, θηλ. και θεομάχα (AM θεομάχος, ον) αυτός που μάχεται κατά τού θεού (ή τών θεών). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μαχος (< μάχομαι) πρβλ. εικονο μάχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
θεομάχοις — θεόμαχος fighting against God masc/fem/neut dat pl θεομάχος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομάχον — θεομάχος masc/fem acc sg θεομάχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομάχου — θεόμαχος fighting against God masc/fem/neut gen sg θεομάχος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομάχους — θεόμαχος fighting against God masc/fem acc pl θεομάχος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομάχων — θεόμαχος fighting against God masc/fem/neut gen pl θεομάχος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομάχῳ — θεόμαχος fighting against God masc/fem/neut dat sg θεομάχος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόμαχον — θεόμαχος fighting against God masc/fem acc sg θεόμαχος fighting against God neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)